οὐλαδώνυμος
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ον, v. οὐλαμώνυμος.
German (Pape)
[Seite 412] s. οὐλαμώνυμος, Lycophr. 183.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλᾰδώνῠμος: -ον, ἴδε οὐλαμώνυμος.
Greek Monolingual
οὐλαδώνυμος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) ουλαμώνυμος.