διαληκάομαι
English (LSJ)
A laugh at, Ael.Dion.Fr.125:—hence διαληκίνδα, a game, Theognost. in AB1353a.
Greek (Liddell-Scott)
διαληκάομαι: ἀποθ., περιγελῶ, περιπαίζω, χλευάζω, Αἲλ. Διον. παρ᾿ Εὐστ. 1208. 41.
A laugh at, Ael.Dion.Fr.125:—hence διαληκίνδα, a game, Theognost. in AB1353a.
διαληκάομαι: ἀποθ., περιγελῶ, περιπαίζω, χλευάζω, Αἲλ. Διον. παρ᾿ Εὐστ. 1208. 41.