διαληκάομαι
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
laugh at, Ael.Dion.Fr.125:—hence διαληκίνδα, a game, Theognost. in AB1353a.
Spanish (DGE)
mofarse, burlarse Ael.Dion.δ 18, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διαληκάομαι: ἀποθ., περιγελῶ, περιπαίζω, χλευάζω, Αἲλ. Διον. παρ᾿ Εὐστ. 1208. 41.