ον, (ἐμπίνω)
A drinkable, Aret.CD1.13.
[Seite 817] trinkbar, Medic.
ἔμποτος: -ον, (ἐμπίνω) πότιμος, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 13.