πότιμος

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότῐμος Medium diacritics: πότιμος Low diacritics: πότιμος Capitals: ΠΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: pótimos Transliteration B: potimos Transliteration C: potimos Beta Code: po/timos

English (LSJ)

πότιμον, (πότος, πίνω) mostly of water,
A drinkable, fresh, Heraclit.61, Hdt.8.22, Hp.Medic.2, X.HG3.2.19; κρήνη Plb.34.9.5: generally, τὰ π. Thphr. De Odoribus 65.
2 metaph., fresh, sweet, pleasant, καρποὶ γλυκεῖς καὶ π. Id.CP4.4.12; π. λόγος, opp. ἁλμυρὰ ἀκοή, Pl.Phdr.243d; of the writings of Isoc., Phld.Rh.1.200S., cf. Lib.p.46O. (Comp.); π. δόγματα, ἔννοιαι, Ph.2.275, 1.72; τὰ χρηστὰ καὶ π., opp. τὰ δυσχερῆ καὶ μοχθηρά, Plu.2.469c.
b of persons, pleasant, sociable, Theoc.29.31 (Comp.); so also ποτιμώτερον συμπόσιον Hld.3.10. Adv., σοφῶς καὶ π. Philostr. VS1.8.4.
3 porous, λίθος Pl.Lg.947d.
4 watered, irrigated, Apollon.Lex. s.v. πείσεα.
5 = δευτερίας, Dsc.5.6.15.

German (Pape)

[Seite 689] trinkbar; ὕδατα, Her. 8, 22; Xen. Hell. 3, 2, 14, Gegensatz von ἁλμυρός, Arist. u. Folgde; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων, Pol. 5, 62, 4; κρήνη, 34, 9, 5; übertr., λόγος, eine milde, sanfte Rede, Plat. Phaedr. 243 d; vgl. Pittac. bei D. L., φαμὶ δ' ἐγὼ ποτιμώτατον ἔσεσθαι Σόλωνι τὰν νᾶσον, wie Theocr. 29, 31, ποτιμώτερον πέλειν, freundlicher, öfter in späterer Prosa so übertragen gebraucht.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bon à boire, potable;
2 p. ext. agréable.
Étymologie: πότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότιμος -ον [ποτός] pass. drinkbaar; subst. τὸ πότιμον wat drinkbaar is; Hp. Vict. 3.81; overdr. zacht, vriendelijk; ἐπιθυμῶ ποτίμῳ λόγῳ οἷον ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀποκλύσασθαι ik wil graag met een fris verhaal de nare smaak van wat we gehoord hebben als het ware wegspoelen Plat. Phaedr. 243d; van pers.. χρή σε... πέλην ποτιμώτερον je moet liever zijn Theocr. Id. 29.31. act. drinkend:. λίθοι πότιμοι poreuze stenen Plat. Lg. 947d.

Russian (Dvoretsky)

πότῐμος:
1 годный для питья, питьевой (ὕδατα Her.): τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb. питьевая, т. е. пресная вода; κρήνη π. Polyb. источник с годной для питья водой;
2 приятный, кроткий, мягкий (λόγος Plat.; βασιλεία Plut.).

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πόσιμος.

Greek Monotonic

πότιμος: -ον (πότος),
1. λέγεται για νερό, πόσιμο, φρέσκο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
2. μεταφ., δροσερός, γλυκός, ευάρεστος, σε Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, πράος, ήσυχος, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πότιμος: -ον, (πότος, πίνω) ἐπὶ ὕδατος, καλὸς πρὸς πόσιν, γλυκύς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁλμυρός, Ἡρόδ. 8. 22, Ἱππ. 19. 48, Ξεν. κλπ. 2) μεταφ., δροσερός, εὐάρεστος, καρποὶ γλυκεῖς καὶ π. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 4, 12· π. λόγος, ἀντίθετον τῷ ἁλμυρὰ ἀκοή, Πλάτ. Φαῖδρ. 243D· τὰ χρηστὰ καὶ π., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δυσχερῆ καὶ μοχθηρὰ Πλούτ. 2. 169C· ― ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, ἤπιος, Θεόκρ. 29. 31, Διογ. Λ. 4. 17· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. σοφῶς καὶ π. Φιλόστρ. 497.

Middle Liddell

πότιμος, ον, πότος
1. of water, drinkable, fresh, Hdt., Xen., etc.
2. metaph. fresh, sweet, pleasant, Plat.:—of persons, mild, gentle, Theocr.

English (Woodhouse)

fresh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)