[Seite 295] ἡ, erkl. Hesych. θεραπεία, verwandt mit ἄοζος.
ὀζεία: ἡ, = θεραπεία, Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ ἄοζος, ἀοζέω).