ἡλιογέννητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἡλίου γεννηθείς, ὡς καὶ νῦν, κόρη Ἀκρίτου ἔπος ἐκδ. Α. Μηλιαράκη στ. 2984· κοράσιον ἡλιογέννητον Λυβ. κ. Ροδ. στ. 1716, ἐκδ. Wagner.