ἡ, poet. for
A ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408.
[Seite 345] ἡ, poet. = ὄνειδος, Hom. ep. 4, 12.
ὀνειδείη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὄνειδος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12.