τιμαρχία

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A = τιμοκρατία, Pl.R.545b, 550d.    II = τιμητεία, Lat. censoria potestas, D.C.52.21.

German (Pape)

[Seite 1114] ἡ, = τιμοκρατία, Plat. Rep. VIII, 545 b. – Sp. die Würde des römischen Censors, D. Cass. 52, 21.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμαρχία: ἡ, = τιμοκρατία, καὶ νῦν οὕτω πρῶτον μὲν φιλότιμον σκεπτέον πολιτείαν· ὄνομα γὰρ οὐκ ἔχω λεγόμενον· ἢ τιμοκρατίαν ἢ τιμαρχίαν αὐτὴν κλητέον Πλάτ. Πολ. 545Β, 550D. ΙΙ. = τιμητεία, Δίων Κ. 52. 21.