ἴτυς

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

[ῐ], υος, ἡ, in Hom. (only in Il.) always of the

   A felloe of a wheel, ὄφρα ἴτυν κάμψῃ Il.4.486 (made of poplar), cf. 5.724, PMasp.303.14 (vi A.D.); outer edge or rim of a shield, Hes.Sc.314, Hdt.7.89: hence, the round shield itself, Tyrt.15.3, E.Ion210 (lyr.), Tr.1197, X.An.4.7.12; ἴ. βλεφάρων arch of the eyebrows, Anacreont.15.17; ἀγκίστρων ἴ. AP6.28 (Jul.), cf. Opp.H.5.138; ἴ. τῆς πλευρᾶς border of rib, Gal.2.681; rim of joint-socket, Id.UP2.17; guard of trepan, Id.10.448. (Aeol. ϝίτυς Ter.Maur.658.)

German (Pape)

[Seite 1274] υος, ἡ (ἰέναι, vgl. auch ἰτέα), die Rundung, der Umkreis; bei Hom. der Kreis des Rades, die Felgen, Il. 4, 486. 5, 724; der Schildrand, Hes. Sc. 314; ἀσπίδας ἴτυς οὐκ ἐχούσας Her. 7, 89; geradezu der Schild, γοργωπὸν πάλλουσαν ἴτυν Eur. Ion 210; Troad. 1197; so auch Xen. An. 4, 7, 12 u. Mnasale. 3 (VI, 264). Bei Anacr. 15, 17, ἴτυς κελαινὴ βλεφάρων, der Bogen, die Wölbung der Augenbrauen.

Greek (Liddell-Scott)

ἴτυς: ἴδε ἐν τέλ., υος, ἡ, ὡς τὸ ἄντυξ, κύκλος ἢ περιθώριον κατεσκευασμένον ἐξ ἰτέας (πρβλ. ἰτέα) ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐπὶ τοῦ κύκλου ἢ τῆς περιφερείας τροχοῦ, ὄφρα ἴτυν κάμψῃ, «ἴτυν, ἁψῖδα· λέγει δὲ τὴν περιφέρειαν τοῦ τροχοῦ» (Σχόλ.) Τὰ τέσσαρα τεμάχια τὰ ἀποτελοῦντα τὸν κύκλον τοῦ τροχοῦ καὶ νῦν λέγονται ἁψῖδες, Ἰλ. Δ. 486, πρβλ. Ε. 724· ― ἡ ἐξωτάτη ἄκραπεριφέρεια τῆς ἀσπίδος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 314, Ἡρόδ 7. 89· ἢ αὐτὴ ἡ στρογγύλη ἀσπίς, Τυρταῖος 11, Εὐρ. Ἴων 210, Τρῳ 1197, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 7. 12· ― ἴτυς βλεφάρων, τὸ τοξοειδὲς καμπύλον τῶν ὀφρύων, Ἀνακρεόντ. 15. 17· ἀγκίστρων ἴτ. Ἀνθ. Π. 628, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 5. 138· ἴτ. τῆς πλευρᾶς, πλευρά, Γαλην. τ. 2. σ. 681. 9. ῐτῠς Ἰλ. ἔνθ᾽ ἀνωτ. ἀλλὰ ῑτέαι Φ. 350..