ἐγκουράς

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A painting on the ceiling, A.Fr.142; also pl., = τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 709] άδος, ἡ, Deckengemälde, Aesch. fr. 126.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκουράς: -άδος, ἡ, «ἐγκουράδες· τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, καὶ οἱ ἐν ταῖς ὀροφαῖς γραφικοὶ προσώπων πίνακες. ἔστι γὰρ κουρὰς ἡ ὀροφὴ καὶ ὁ γραπτὸς πίναξ, ἐγκουρὰς δὲ καὶ ὁ κεκαρμένος, Αἰσχύλος Μυρμιδόσιν» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 139), πρβλ. Μυλέρου Ἀρχαιολ. § 320. 4.