ἀνακυλισμός

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

German (Pape)

[Seite 194] ὁ, Zurückwälzen, Sp. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακῠλισμός: ὁ, τὸ πρὸς τὰ ἄνω ἢ ὀπίσω κυλίεσθαι, Διον. Ἀρεοπ.: - ἐπὶ χρόνου. Διόδ. 12. 36, ἐκ διορθώσεως τοῦ Λ. Δινδορφ. ἀντὶ -κυκλισμός.