Ἐρυμάνθιος: -ον, ἀνήκων εἰς τὸ ὄρος Ἐρύμανθον, Ἐρυμάνθιον κάπρον ἔκτανε (Ἡρακλῆς) Ἀνθολ. Πλαν. σ. 252. 92.