μαρμαρόω

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A coat with marble stucco, [κίονας] Jul.Ep.80:—Pass., PMag.Berol.1.109.    2 line with marble, κολυμβήθρα . . μεμαρμαρώσθω Hero *Stereom.2.5.    II Pass., to be turned to stone, Lyc.826.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμαρόω: στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας ἀλείφω τι ὅπως φαίνηται ὡς μάρμαρον, Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21).