ἀστυπόλος

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

German (Pape)

[Seite 379] ὁ, der sich immer in der Stadt aufhält, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠπόλος: -ον, ὁ διαμένων ἐν πόλει, Συνέσ. 27Β: ― ὡσαύτως -πολίτης, ὁ, Νικήτ. Χρον. 205C, κλ.