πάλος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (
A πάλλω 1.3) lot cast from a shaken helmet, A.Th. 458. 2 Lyr., Ion., and Trag. generally, = κλῆρος, lot, τόνδε τὸν πάλον λαχόην Sapph.9, cf. A.Th.376; πάλῳ λαχεῖν ib. 126, Hdt.4.94, 153, Aen.Tact.20.2; πάλῳ ἀρχὰς ἄρχειν Hdt.3.80; πάλου κύρσαι A. Pers.779; τύχης π. Id.Ag.333; οὓς ἐκλήρωσεν π. E.Ion416, cf. S. Ant.275, dub. in E.IA1151. 3 ballot, vote, A.Eu.742, 753.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, das durch Schwingen aus dem Helme fliegende Loos, u. übh. das Loos (ion. u. poet. = κλῆρος); ἂμ πάλον θέμεν, Pind. Ol. 7, 61; Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ἐξ ὑπτίου πήδησεν εὐχάλκου κράνους, Aesch. Spt. 458, öfter; auch τύχης πάλος, Ag. 333; Soph. Ant. 275; Eur. Troad. 263; πάλῳ λαχών, Her. 4, 153; ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν, obrigkeitliche Aemter durchs Loos erhalten, 3, 80.
Greek (Liddell-Scott)
πάλος: [ᾱ], ὁ, (πάλλω Ι, 3) ὁ κλῆρος ὁ ἐκπηδῶν ἐκ τῆς σειομένης περικεφαλαίας (Αἰσχύλ. Θήβ. 458) ἄμ πάλον θέμεν, ῥίπτειν ἐκ νέου τὸν κλῆρον, Πινδ. Ο. 7. 109. 2) ἐν χρήσει καθόλου ἀντὶ τοῦ κλῆρος, παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσι, πάλῳ λαχεῖν, λαβεῖν διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 4. 94, 153· ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν, ἄρχειν διὰ κλήρου, ὁ αὐτ. 3. 80· - ἀλλὰ καὶ παρὰ Τραγ. οὐχὶ σπανίως, πάλου κύρσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 779 πάλῳ καὶ πάλον λαχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 126, 374· τύχης π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 333· οὓς ἐκλήρωσεν πάλος Εὐρ. Ἴων 419, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 275· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1151 χωρίου: σῷ προσούρισας πάλῳ, ἴδε προσορίζω.