προσορίζω

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσορίζω Medium diacritics: προσορίζω Low diacritics: προσορίζω Capitals: ΠΡΟΣΟΡΙΖΩ
Transliteration A: prosorízō Transliteration B: prosorizō Transliteration C: prosorizo Beta Code: prosori/zw

English (LSJ)

A include within boundaries, add to a dominion, etc., D.S. 2.3; αὐλὴν τῷ μνημείῳ SIG1232.6 (Asia Minor, i A.D.):—Med., add to one's dominion, τὴν γῆν π. τῇ σφετέρᾳ Paus.2.36.5:—Pass., οἱ προσοριζόμενοι αὐτοῖς Str.4.2.1, cf. OGI229.101 (Smyrna, iii B.C.), POxy.918 ii 17 (ii A.D.).
2 determine or fix, χρόνον πένθους ὀλίγον Plu.Lyc.27:—Med. with fut. Att. -ιοῦμαι, determine or define besides, Arist.Ph.252a27, Rh.1407b5:—Pass., ὁ -όμενος χρόνος PSI 10.1160.18 (i B.C.).
3 Med. as Att. law-term, προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων he (sc. the mortgagee) had the house marked with stones (v. ὅρος ΙΙ) as well to the amount of 2000 drachmae, D.31.4.
II intr., to be adjacent, τῇ Συρίᾳ D.S.2.50.

German (Pape)

[Seite 775] ion. u. poet. προσουρίζω, wie Eur. I. A. 1151, dazu begränzen, bestimmen; χρόνον πένθους ἡμέρας ιβ', Plut. Lyc. 27; u. so auch med., Arist. rhet. 3, 5; aber προσωρίσατο δισχιλίαν οἰκίαν, Dem. 31, 4, v.l. προωρίσατο, bezeichnet das hypothekarische Versichern einer Geldsumme auf ein Grundstück, vgl. ὅροι; – zu den Gränzen hinzusetzen, zum Reiche hinzuthun, Plut. Cic. 12 Lucull. 19.

French (Bailly abrégé)

fixer comme limite, limiter, acc.;
Moy. προσορίζομαι déterminer ou définir en outre.
Étymologie: πρός, ὁρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσορίζω [πρόσορος] ook vaststellen:; χρόνον δὲ πένθους ὀλίγον προσώρισεν hij stelde ook een korte periode van rouw vast Plut. Lyc. 27.4; ook med.. οἱ χρησμολόγοι οὐ προσορίζονται τὸ πότε de waarzeggers stellen niet ook het moment waarop vast Aristot. Rh. 1407b5.

Russian (Dvoretsky)

προσορίζω: ион. προσουρίζω тж. med.
1 добавлять к старым границам, присоединять (εἴκοσι σταδίων χώραν Plut.);
2 сверх того устанавливать, определять (χρόνον τινὸς π. ἡμέρας ἕνδεκα Plut.): προσορίζεσθαι τὸ πότε Arst. определять время;
3 быть сопредельным, прилегать (τῇ Συρίᾳ Diod.);
4 только med., юр. заново закладывать (недвижимость): προσορίσασθαι τὴν οἰκίαν δισχιλίων Dem. объявить об ипотечной задолженности дома в размере двух тысяч (драхм).

Greek Monolingual

Α
1. περιλαμβάνω εντός τών συνόρων και, κυρίως, προσθέτω μια χώρα στα όρια μιας επικράτειας
2. (το ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («προσορίζω χρόνον πένθους», Πλούτ.)
3. (ως αμτβ.) βρίσκομαι κοντά σε έναν τόπο, είμαι όμορος με κάποιον, συνορεύω
4. μέσ. προσορίζομαι
προσθέτω έναν τόπο στο κράτος μου («καταβαλόντες τὴν Ἀσίνην καὶ τὴν γῆν προσορισάμενοι τῇ σφετέρᾳ», Παυσ.)
5. φρ. «προσορίζομαι κτῆμά τι»
(ως αττ. δικανικός όρος) δηλώνω επιπροσθέτως ότι ένα κτήμα μου είναι υποθηκευμένο προς ένα ποσό χρησιμοποιώντας λίθινα ορόσημα («τὸ μὲν χωρίον ἀποτετιμῆσθαι ταλάντου, τὴν δ' οἰκίαν ὡς προσωρίσατο δισχιλίων», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

προσορίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
1. περικλείω εντός ορίων, προσθέτω σε ένα κράτος, προσαρτώ, σε Στράβ.
2. ορίζω ή καθορίζω επιπλέον, σε Πλούτ.
3. στη Μέσ. ως Αττ. νομικός όρος, προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων, σημείωσε την οικία του επιπλέον με λίθινα σημεία (βλ. ὅρος II) για το ποσό των 2.000 δραχμών, δηλ. το υποθήκευσε έναντι του ποσού αυτού, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προσορίζω: περικλείω ἐντὸς τῶν ὁρίων, προσθέτω εἴς τι κράτος, Στράβ. 189, Διοδ. 2. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 101 (ἐν τῷ παθ.)· - Μέσ., προσθέτω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, τὴν γῆν πρ. τῇ σφετέρᾳ Παυσ. 2. 36, 5· - ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1151, ὁ Scaliger διώρθωσε: προσουδίσας πέδῳ. 2) ὁρίζω προσέτι, χρόνον πένθους ὀλίγον Πλουτ. Λυκοῦργ. 27. - Μέσ., ὁρίζω προσέτι, Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 19, Ρητ. 3. 5, 4. 3) Μέσ., ὡσαύτως ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὄρος, προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων, ἐσημείωσε τὴν οἰκίαν του προσέτι διὰ λιθίνων σημείων (ἴδε ὅρος ΙΙ) διὰ τὸ ποσὸν 2000 δραχμῶν, δηλ. ἐκ νέου ἔθηκεν εἰς ὑποθήκην αὐτὴν διὰ τὸ ποσὸν τοῦτο, Δημ. 8777. 7. ΙΙ. ἀμεταβ., συνορεύω, κεῖμαι πλησίον, τῇ Συρίᾳ Διόδ. 2. 50.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
1. to include within the boundaries, add to a dominion, Strab.
2. to determine or fix besides, Plut.
3. in Mid. as Attic law-term, προσωρίσατο τὴν οἰκίαν δισχιλίων he had the house marked with other stones (v. ὅρος II) to the amount of 2000 drachmae, i. e. mortgaged it anew to that amount, Dem.