ἐκπνοή
English (LSJ)
ἡ,
A breathing out, exhalation, opp. ἀναπνοή,Pl.Ti.78e,Arist.Sens.436a15; opp. εἰσπνοή, Id.Resp.471a8 ; θανάσιμοι ἐ. E.Hipp.1438. 2 death, J.AJ19.8.3. 3 vent, blow-hole, Placit.2.25.1 ; Τυφῶνος ἐκπνοαί, name of a marsh, Plu.Ant.3. II vapour, Arist.Mu.394b13(pl.).
German (Pape)
[Seite 774] ἡ, das Aushauchen, Ausathmen; καὶ ἀναπνοή Plat. Tim. 78 e; Arist. oft; θανάσιμοι ἐκπνοαί Eur. Hipp. 1438.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπνοή: ἡ, τὸ ἐκπνεῖν, ἔκπνευσις, ἀντίθετον τῷ ἀναπνοή, Πλάτ. Τίμ. 78 Ε, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1. 3· τῷ εἰσπνοὴ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2.3· θανάσιμοι ἐκπνοαὶ Εὐρ. Ἱππ. 1438. ΙΙ. πνοὴ ἀέρος ἔκ τινος μέρους, αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 10.