ές,
A dark-looking, Hsch. s.v. ζοφοειδές.
[Seite 905] ές, finster, dunkel von Ansehen, Hesych.
σκοτοειδής: -ές, ὁ φαινόμενος σκοτεινός, Πλάτ. Φαίδων 81D Βεκκῆρ. (ἕτεροι σκιοειδ-).