ἀμφίρροπος
English (LSJ)
ον,
A doubtful, νίκη Polyaen.2.1.23; ἔννοιαι Agath. 4.2. II precipitous on both sides, κρηυνοί Malch.p.415 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίρροπος: -ον, = ἀμφιρρεπής, Πολύαιν. 2. 1, 23.
ον,
A doubtful, νίκη Polyaen.2.1.23; ἔννοιαι Agath. 4.2. II precipitous on both sides, κρηυνοί Malch.p.415 D.
ἀμφίρροπος: -ον, = ἀμφιρρεπής, Πολύαιν. 2. 1, 23.