ἀμφιρρεπής
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ἀμφιρρεπές, (ῥέπω) inclining both ways, Eustr.in EN 119.29, Sch.E.Or.633; τὸ ἀμφιρρεπές = ambiguity, Eust.1394.57, cf. Sch.E.Or.866. Adv. ἀμφιρρεπῶς = ambiguously, ἔχειν Eust.200.11.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ἀμφιρεπής Gr.Naz.M.37.463A, Sch.E.Or.633
I 1que se inclina a ambos lados τὸ μέσον ἀ. Eustr.in EN 119.29, Sch.E.l.c.
•fig. Θεὸς ... μ' ἔπηξεν ἀμφιρεπῆ Dios me ha hecho de una raza intermedia Gr.Naz.l.c.
2 subst. τὸ ἀμφιρρεπές = ambigüedad Eust.1394.57, Sophon.in de An.13.38.
II adv. ἀμφιρρεπῶς = ambiguamente ἔχειν Eust.200.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιρρεπής: -ές, (ῥέπω) κλίνων κατ’ ἀμφότερα, ἀμφίρροπος, Σχολ. εἰς Ὀρ. 633 καὶ ἀλλ.: τὸ ἀμφίρροπον, τὸ ἀμφίβολον, Εὐστ. 1394. 18. - Ἐπίρρ. -πῶς, ὁ αὐτ. 200.
Greek Monolingual
-ές (Μ ἀμφιρρεπής)
1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές
αμφίβολο, διφορούμενο
3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» — είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ρεπὴς < ρέπω (πρβλ. αρχ. ἀρρεπής, χαμαιρρεπής, ἑτερορρεπής κ.ά.)].
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού γέρνει καί στά δυό μέρη). Ἀπό το ἀμφί + ρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
German (Pape)
ές, = ἀμφίρροπος, Sp.