ἱππόδρομος

Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ,

   A chariot-road, λεῖος δ' ἱ. ἀμφίς Il.23.330.    2 race-course for chariots, Pl.Criti.117c, D.47.53; at Olympia, Paus. 6.20.15; at Delphi, SIG636.24 (ii B.C.); at Andania, IG5(1).1390.31; at Rome, the circus, D.H.1.79; ὁ μέγας ἱ.,= circus maximus, Id.5.36, Mon.Anc.Gr.10.8: comic metaph., ἱ. οὗτός ἐστί σου μαγειρικῆς Posidipp.26.23.    II ἱπποδρόμος, ὁ, light horseman, ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren; Il. 23, 330; Plat. Critia. 117 c; Sp., wie Pol. 7, 17, 2; – komisch τῆς μαγειρικῆς Posidip. bei Ath. IX, 377 b. – Vgl. Paus. 6, 20 über den olympischen Hippodromus.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόδρομος: ὁ, ὁδὸς δι’ ἅρματα, λεῖος δ’ ἱππ. ἀμφὶς Ἰλ. Ψ. 330. 2) τὸ μέρος ἔνθα ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἱππικοὶ καὶ ἁρματηλασίας, ἱπποδρόμιον, Λατ. curriculum, Πλάτ. Κριτίας 117C, Δημ. 1155. 9· - περὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἱπποδρόμου ἴδε Παυσ. 6. 20, 10 κἑξ.· - κατὰ κωμικὴν μεταφ., ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 1. 23. ΙΙ. ἱπποδρόμος, ὁ, ἱπποδρόμοι ψιλοί, ἐλαφρὸν ἱππικόν, Ἡρόδ. 7. 158.