ἱππόδρομος
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
ὁ,
A chariot road, λεῖος δ' ἱ. ἀμφίς Il.23.330.
2 race course for chariots, Pl.Criti.117c, D.47.53; at Olympia, Paus. 6.20.15; at Delphi, SIG636.24 (ii B.C.); at Andania, IG5(1).1390.31; at Rome, the circus, D.H.1.79; ὁ μέγας ἱππόδρομος = circus maximus, Id.5.36, Mon.Anc.Gr.10.8: comic metaph., ἱ. οὗτός ἐστί σου μαγειρικῆς Posidipp.26.23.
II ἱπποδρόμος, ὁ, light horseman, ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren; Il. 23, 330; Plat. Critia. 117 c; Sp., wie Pol. 7, 17, 2; – komisch τῆς μαγειρικῆς Posidip. bei Ath. IX, 377 b. – Vgl. Paus. 6, 20 über den olympischen Hippodromus.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hippodrome, lieu pour les courses de chevaux ou de chars.
Étymologie: ἵππος, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόδρομος: ὁ гипподром, ристалище (для верховой езды или колесниц) Hom., Plat., Dem., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόδρομος: ὁ, ὁδὸς δι’ ἅρματα, λεῖος δ’ ἱππ. ἀμφὶς Ἰλ. Ψ. 330. 2) τὸ μέρος ἔνθα ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἱππικοὶ καὶ ἁρματηλασίας, ἱπποδρόμιον, Λατ. curriculum, Πλάτ. Κριτίας 117C, Δημ. 1155. 9· - περὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἱπποδρόμου ἴδε Παυσ. 6. 20, 10 κἑξ.· - κατὰ κωμικὴν μεταφ., ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 1. 23. ΙΙ. ἱπποδρόμος, ὁ, ἱπποδρόμοι ψιλοί, ἐλαφρὸν ἱππικόν, Ἡρόδ. 7. 158.
English (Autenrieth)
course for chariots, Il. 23.330.
Greek Monotonic
ἱππόδρομος: ὁ,
1. δρόμος για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μέρος στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, ιπποδρόμιο, Λατ. curriculum, σε Πλάτ. κ.λπ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱππόδρομος)
τόπος στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. ιπποδρόμιο
αρχ.
δρόμος κατάλληλος για άρματα («λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμμόδρομος, ναυσίδρομος (βλ. και ιππόδρομος)].
Middle Liddell
ἱππό-δρομος, ὁ,
1. a chariot-road, Il.
2. a race-course for chariots, Lat. curriculum, Plat., etc.
English (Woodhouse)
race-course, hippodrome, race course for chariots, race course, racecourse
Mantoulidis Etymological
(=ἱπποδρόμιο). Ἀπό τό ἵππος + δρόμος τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.