ές,
A making tears fall, πάθεα A.Supp.113 (lyr.).
[Seite 519] ές, Thränen fallen machend, erregend, Aesch. Suppl. 112.
δακρυοπετής: -ές, ὁ κάμνων ὥστε νὰ πίπτωσι δάκρυα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 112.