ές,
A gloss on Ὄλυμπος, ever-shining, Stob.1.22.2.
[Seite 39] ές, stets leuchtend, Stob. ecl. 1, p. 494.
ἀειλαμπής: -ές, ὁ ἀεὶ λάμπων, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 494.