σοροεργός

Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

όν,

   A coffinmaking, τέχνης κανονίσματα Man.4.191.

German (Pape)

[Seite 913] Särge machend, σοροεργὰ τέχνης καινίσματ' ἔχοντες Maneth. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

σοροεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, τεχνάσματα Μανέθων 4. 191.