ές, (δέομαι)
A wanting much, Max. Tyr. 21.4.
[Seite 661] ές, viel bedürfend, Max. Tyr. 21, 4.
πολυδεής: -ές, (δέομαι) ὁ πολλῶν δεόμενος, ὁ πολλῶν ἔχων χρείαν, ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεὴς Μάξ. Τύρ. 21. 4.