πολυμερής
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
πολυμερές, (μέρος)
A consisting of many parts, manifold, opp. εἷς, Ti.Locr.98d (Sup.), cf. Arist.de An.411b11, PA683b5 (Comp.); πρᾶξις Id.Po.1459b1; πολυμερέστατον τὸ δωδεκάεδρον Plu.2.427b. Adv. πολυμερῶς Porph.Sent.34.
2 of diverse kinds, τῆς ὕβρεως οὔσης π. Arist.Pol. 1311a33. Adv. πολυμερῶς = in many ways, Ep.Hebr.1.1, Plu.2.537d, Ptol. Tetr.127.
German (Pape)
[Seite 666] ές, aus vielen Teilen bestehend; ὕδατος στοιχεῖον πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui se compose de plusieurs parties, multiple ; particul. réduit en plusieurs morceaux;
2 de diverses sortes.
Étymologie: πολύς, μέρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυμερής -ές [πολύς, μέρος] uit vele delen bestaand; οἱ δὲ ἄλλοι... ποιοῦσι περὶ... μίαν πρᾶξιν πολυμερῆ de andere dichters dichten over een enkele handeling die uit vele delen bestaat Aristot. Poët. 1459b1; veelvormig; τῆς δ’ ὕβρεως οὔσης πολυμεροῦς hoewel machtsmisbruik vele vormen kent Aristot. Pol. 1311a33; adv. πολυμερῶς op vele manieren. NT Hebr. 1.1.
Russian (Dvoretsky)
πολυμερής: ион. πουλυμερής 2
1 состоящий из многих частей, составной (ὕδατος στοιχεῖον Plat.);
2 раздробленный, распавшийся на части: ὁ π. εἷς ἦν ποτε Anth. то, что распалось (теперь) на части, было некогда единым;
3 многообразный (ὕβρις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον»)
2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς της γνώσης («πολυμερής κατάρτιση»)
3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό («πολυμερές υλικό»)
4. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα πολυμερή
χημ. κατηγορία χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλα μόρια, πολλαπλάσια άλλων, απλούστερων χημικών ειδών που ονομάζονται μονομερή
5. φρ. α) «πολυμερείς ενώσεις»
χημ. τα πολυμερή
β) «πολυμερείς ανταλλαγές» — τρόπος διεξαγωγής του εμπορίου μεταξύ τριών ή περισσότερων χωρών, ο οποίος στηρίζεται στην ελεύθερη μετατρεψιμότητα τών νομισμάτων
γ) «πολυμερής κληρονομικότητα»
βιολ. τύπος κληρονομικότητας που χαρακτηρίζεται από το ότι πολλά ξεχωριστά γονίδια συσσωρεύουν τη δράση τους για να πραγματοποιήσουν τις διάφορες βαθμίδες ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, αλλ. ποσοτική κληρονομικότητα
δ) «πολυμερής συμψηφιστική εξόφληση λογαριασμών»
(οικον.) σύστημα αμοιβαίων πληρωμών μεταξύ τριών ή και περισσότερων συμβεβλημένων μερών που αφορά κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο αλλά επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες, όπως είναι οι επενδύσεις
αρχ.
αυτός που περιέχει διάφορα είδη, ποικίλος.
επίρρ...
πολυμερῶς Α
1. με πολλά μέρη, με συνένωση πολλών μερών
2. με διάφορα είδη, με ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτομερής.
Greek Monotonic
πολῠμερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη, πολυμερής, σπονδυλωτός, σε Αριστ.· επίρρ. -μερῶς, με πολλούς τρόπους, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
πολῠ-μερής, ές μέρος
consisting of many parts, manifold, of divers kinds, Arist.: adv. -μερῶς, in many portions, NTest.
Léxico de magia
-ές compuesto de muchas partes del fuego ἐξορκίζω σε, πῦρ, δαίμων ἔρωτος ἁγίου, τὸν ἀόρατον καὶ πολυμερῇ te conjuro a ti, fuego, demon del amor sagrado, el invisible y el compuesto de muchas partes P XIII 304
Translations
Arabic: مُتَنَوِّع; Bulgarian: разнороден, разнообразен; Danish: mangfoldig; Dutch: veelvuldig, talrijk, veelvoudig, divers; Finnish: moninainen; German: vielfältig, mannigfaltig, verschieden, divers, unterschiedlich; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌰𐌲𐍆𐌰𐌻𐌸𐍃, 𐍆𐌹𐌻𐌿𐍆𐌰𐌹𐌷𐍃; Greek: ποικιλόπτυχος, πολλαπλός, πολυειδής, πολύπτυχος; Ancient Greek: παντοδαπός, ποικίλος; Hungarian: sokféle, sokfajta; Italian: molteplice, multiforme; Latin: multiplex; Portuguese: múltiplos, variados; Russian: разнообразный; Spanish: múltiple; Swedish: mångfaldig; Tagalog: damihan