ον,
A hard to detect the nature of, of a person, Ph.2.268; μῖσος ib.201.
[Seite 689] sehr argwöhnisch, Philo.
δυσυπονόητος: -ον, λίαν ὕποπτος, πλήρης ὑποψιῶν, Φίλων 2. 268.