ον, (ἀρά)
A subject to a curse, Rev.Ét.Gr.24.415 (Itanos, ii B.C.), Hsch.
[Seite 830] (ἀρά), verflucht, Hesych.
ἔνᾰρος: -ον, «ἔνοχος, ἐπικατάρατος» Ἡσύχ.