ἔναρος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ἔναρον, (ἀρά) subject to a curse, Rev.Ét.Gr.24.415 (Itanos, ii B.C.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 protegido, consagrado por maldiciones ὅ τι δέ κα ἐν[γ] ράψομεν ἔναρον τε καὶ ἔνορκον ἔστω ICr.3.4.6.7, cf. 6 (Itanos II a.C.).
2 maldito, que es objeto de maldición Hsch.
•neutr. subst. maldición εἰ δέ τίς ... μὴ θύσῃ τῷ Διονύσῳ ... ἔναρόν τε αὐτῷ ἔστω Sokolowski 2.83.12 (Astipalea II/I a.C.).
German (Pape)
[Seite 830] (ἀρά), verflucht, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνᾰρος: -ον, «ἔνοχος, ἐπικατάρατος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἕναρος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται αρές (κατάρες) και αναθέματα.