καταχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ χάσκω ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα περιγελῶ τινα, τινός˙ «καταχήνῃ˙ καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.