κάρον
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A = καρώ, Theb.Ostr.135 (i A.D.); also v.l. for καρώ, Dsc.3.57. II = μεγάλη ἀκρίς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1328] τό, Kümmel, Karbe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κάρον: ᾰ, τό, ἢ κάρος, ὁ, κύμινον, caum carui, «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον… ἀναλογοῦν ἀνίσῳ» Διοσκ. 3. 66. - Καθ᾽ Ἡσύχ.: «κάρον· μεγάλη ἀκρίς».