καρώ

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρώ Medium diacritics: καρώ Low diacritics: καρώ Capitals: ΚΑΡΩ
Transliteration A: karṓ Transliteration B: karō Transliteration C: karo Beta Code: karw/

English (LSJ)

ἡ, caraway, Dsc.3.57, Orib.3.2.3: perhaps to be read in Ath. 9.371e.

Greek Monolingual

(I)
καρώ, ἡ (Α)
το φυτό κάρον, το κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ' άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»].
(II)
καρώ, -όω (Α)
(η μτχ. αορ. ως ουσ.) oἱ καρούσαντες
αυτοί που κάνουν την εκτίμηση κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
(III)
καρῶ, -όω (Α)
βλ. καρώνω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cummin, Carum carvi (Dsc., Gal., Orib.); καρωτόν n. carrot (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. carota (Apic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A form of the word κάρον. From κάρα, head as κεφαλωτόν name of an onion from κεφαλή (thus Bq). The form in seems Pre-Greek.

Frisk Etymology German

καρώ: {karṓ}
Grammar: f.
Meaning: Kümmel, Carum carvi (Dsk., Gal., Orib., wohl auch Diph. Siph. ap. Ath. 9, 371e);
Derivative: καρωτόν n. Karotte, Möhre (Ath. l. c.?; Lesung sehr unsicher); lat. carota (Apic.).
Etymology: Wohl von κάρα, -η Kopf wie κεφαλωτόν Ben. einer Zwiebel von κεφαλή (ähnlich Bq).
Page 1,796