καταρράπτω

Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

   A stitch on or over, θύρη κατερραμμένη ῥιπὶ καλάμων a frame lashed to a crate, Hdt.2.96.    II stitch tight, τι ἔς τι Hp. Acut.21; sew up, Thphr.HP9.5.3; λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Plu.Ant.81; in Surgery, Gal.14.783:—Pass., Aen.Tact.31.4; καταρρᾰφῆναι ἐν μηρῷ Agatharch.7; τοῖς δέρμασι Sor.1.68.    2 metaph., devise, compass, Πενθεῖ καταρράψας μόρον A.Eu.26.

Greek (Liddell-Scott)

καταρράπτω: μέλλ. -ψω, διὰ ῥαμφῶν πληρῶ, ἐπιρράπτω, θύρη κατερραμένη ῥίπεϊ καλάμων, συνερραμένη μὲ πλέγμα ἐκ καλάμων, Ἡρόδ. 2. 96. ΙΙ. πυκνῶς ἢ στενῶς συρράπτω, τι ἔς τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Πλουτ. Ἀντών. 81·- Παθ., καταρραφῆναι ἐν μηρῷ Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 444. 18. 2. μεταφ. μηχανῶμαι, παρασκευάζω, Πενθεῖ καταρράψας μόρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 26· πρβλ. ῥάπτω ΙΙ.