(ἀπέχομαι)
A = ἀφεκτέον, one must abstain, οἴνου Hp.Acut.63.
ἀποσχετέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, ὡς τὸ ἀφεκτέον, πρέπει τις νὰ ἀπέχηται, νὰ κάμνῃ ἀποχήν, τινὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.