ἀφεκτέον

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφεκτέον Medium diacritics: ἀφεκτέον Low diacritics: αφεκτέον Capitals: ΑΦΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: aphektéon Transliteration B: aphekteon Transliteration C: afekteon Beta Code: a)fekte/on

English (LSJ)

(ἀπέχομαι) one must abstain from, τινός X.Mem.1.2.34; τροφῆς Porph.Abst.1.38, etc.; one must leave alone, τινός Gal. 17(2).359: so in plural ἀφεκτ-τέα, Ar.Lys.124; cf. ἀποσχετέον.

Spanish (DGE)

hay que abstenerse c. gen. de cosas y abstr. φιλημάτων X.Smp.4.26, τοῦ ὀρθῶς λέγειν X.Mem.1.2.34, cf. 2.6.1, 2, τῶν ἡδονῶν D.Chr.3.59, τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.2.28, τροφῆς Porph.Abst.1.38
medic. hay que evitar τοῦ φλέγματος Gal.17(2).359
tb. en plu. ἀφεκτέα ... ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους debemos abstenernos del pene Ar.Lys.124.

German (Pape)

[Seite 408] man muß sich enthalten, τινός Ar. Lys. 122; Xen. Mem. 1, 2, 84 u. A.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεκτέον: adj. verb. к ἀπέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀπέχηταί τινος, δῆλον ὅτι ἀφεκτέον εἴη τοῦ ὀρθῶς λέγειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 34, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. -τέα Ἀριστοφ. Λυσ. 124. Πρβλ. ἀποσχετέον.

Greek Monotonic

ἀφεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀπέχομαι, πρέπει να απέχει κάποιος από κάτι, τινός, σε Ξεν.