κώμυς

Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ῡθος, ἡ,

   A bundle, truss of hay, etc., Cratin.299, Theoc.4.18: in pl., of bamboos, Agath.5.21.    II branch of laurel, placed before the gates, Hsch.    III κώμυς, ὁ, reed-bed, in pl., Thphr.HP4.11.1.

German (Pape)

[Seite 1545] υθος, 1) ἡ, Büschel, Bündel, χόρτοιο Theocr. 4, 18, Sp. – Nach Hesych. auch δάφνη, ἣν ἱστῶσι πρὸ τῶν πυλῶν. – 2) ὁ, eine Stelle, wo das Rohr mit den Wurzeln dicht verwachsen steht, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κώμῡς: -ῡθος, ἡ, δέμα, δεμάτιον χόρτου, κτλ., Λατ. manipulus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 157, Θεόκρ. 4, 18. ΙΙ. κλάδος δάφνης τεθειμένος πρὸ τῶν πυλῶν, Ἡσύχ. ΙΙΙ. κώμυς, ὁ, ἑλώδης τόπος ἔνθα κάλαμοι φύονται πυκνοὶ λίαν καὶ μὲ περιπεπλεγμένας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 1.