ἀρτεμισία

Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ,

   A wormwood, ἀ. πλατυτέρα, = Artemisia arborescens, ἀ. λεπτοτέρα, = A. campestris, Dsc.3.113.    2 ἀ. μονόκλωνος, = A. scoparia, Ps.-Dsc.3.113.    II = ἀμβροσία, ib.114.

German (Pape)

[Seite 361] ἡ, ein Kraut wie Beifuß, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτεμῐσία: ἡ, «πόα θαμνοειδής, παρόμοιος ἀψίνθῳ, μείζων δὲ καὶ λιπαρώτερα τὰ φύλλα ἔχουσα» Διοσκ. 3. 127· «ἀρτεμισία λεπτόφυλλος» ὁ αὐτ. 3. 128, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 4.