στερεομέτρης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who measures solids, Gal.Thras.47.
German (Pape)
[Seite 936] ὁ, der feste Körper Messende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.
ου, ὁ,
A one who measures solids, Gal.Thras.47.
[Seite 936] ὁ, der feste Körper Messende, Sp.
στερεομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν στερεά, Γαλην.