ες,
A = λεῖος, smooth, even, Suid.
[Seite 27] ες, wie glatt, λεῖος, eben, Suid.
λειώδης: -ες, = λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος, Σουϊδ.· ὡς κύρ. ὄνομα παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Φ. 144, Χ. 310).