λειώδης
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ες, = λεῖος, smooth, even, Suid.
German (Pape)
[Seite 27] ες, wie glatt, λεῖος, eben, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λειώδης: -ες, = λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος, Σουϊδ.· ὡς κύρ. ὄνομα παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Φ. 144, Χ. 310).
Greek Monolingual
λειώδης, -ῶδες (Α) λείος
(κατά το λεξ. Σούδα) «λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος».
Greek Monotonic
λειώδης: -ες (εἶδος), λεῖος, ομαλός, επίπεδος· ως κύριο όνομα σε Όμηρ.