χρυσωτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, der Vergolder, Plut. glor. Ath. 6.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χρυσώνων, ἐπικαλύπτων τι διὰ χρυσοῦ, Πλούτ. 2. 348Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 158a.