χρυσωτής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
χρυσωτοῦ, ὁ, gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.
German (Pape)
[Seite 1383] ὁ, der Vergolder, Plut. glor. Ath. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
doreur.
Étymologie: χρυσόω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσωτής: οῦ ὁ золотильщик (ἀγαλμάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χρυσώνων, ἐπικαλύπτων τι διὰ χρυσοῦ, Πλούτ. 2. 348Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 158a.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. χρυσώτρια, Ν χρυσῶ /χρυσώνω
τεχνίτης ειδικός στο χρύσωμα, στην επιχρύσωση (α. «χρυσωτής βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ μισθός», επιγρ.).
Translations
gilder
Arabic: دَجَّال, دَجَّالَة, طَلَّاء; Catalan: daurador; Danish: forgylder; Dutch: vergulder; French: doreur, doreuse; German: Vergolder, Vergolderin; Greek: επιχρυσωτής, χρυσωτής; Ancient Greek: βαφεύς, βαφεὺς χρυσοῦ, χρυσωτής; Italian: doratore, doratrice, indoratore, indoratrice; Norwegian Bokmål: forgyller; Portuguese: dourador, douradora, doirador, doiradora; Spanish: dorador, doradora; Swedish: förgyllare