αἰπύδμητος
English (LSJ)
ον, (δέμω)
A high-built, Coluth.235, Nonn.D.4.13.
Greek (Liddell-Scott)
αἰπύδμητος: -ον, (δέμω) ὑψηλὰ ᾠκοδομημένος, Κόλουθ. 235. Νόνν. Δ 4. 13.
ον, (δέμω)
A high-built, Coluth.235, Nonn.D.4.13.
αἰπύδμητος: -ον, (δέμω) ὑψηλὰ ᾠκοδομημένος, Κόλουθ. 235. Νόνν. Δ 4. 13.