πλᾶτις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, poet. for πελάτις,
A wife, Ar.Ach.132, Lyc.821.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, poet. statt πελάτις, Ehefrau, Ar. Ach. 132, παρὰ τὸ πελάζειν τῷ ἀνδρί, Schol. das.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾶτις: -ιδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ πελάτις, γυνή, σύζυγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 123, Λυκόφρ. 821. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.