[κᾰ], ον, (φυή)
A tenfold, Call.Fr.162.
[Seite 543] zehnfach, Callim. frg. 162.
δεκάφυιος: -ον, (φυὴ) δεκαπλοῦς, δέκα εἰδῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 162, ἔνθα ἴδε Bentl., πρβλ. δίφυιος.