δεκάφυιος
From LSJ
English (LSJ)
[κᾰ], ον, (φυή) tenfold, Call.Fr.162.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
décuplo, diez veces mayor ζωάγρια Call.Fr.516, δεκάφυια· δίφυια δὲ διπλάσια Hsch.
German (Pape)
[Seite 543] zehnfach, Callim. frg. 162.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάφυιος: -ον, (φυὴ) δεκαπλοῦς, δέκα εἰδῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 162, ἔνθα ἴδε Bentl., πρβλ. δίφυιος.
Greek Monolingual
δεκάφυιος, -ον (Α)
ο δεκαπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -φυιος < φυή ή φύος < φύομαι (πρβλ. δίφυιος)].