κοσμοπληθής
English (LSJ)
ές,
A filling the world, κατακλυσμός LXX 4 Ma.15.31.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοπληθής: -ές, ὁ πληρῶν τὸν κόσμον, κατακλυσμὸς Δ΄ Μακκ. ιε΄, 31.
ές,
A filling the world, κατακλυσμός LXX 4 Ma.15.31.
κοσμοπληθής: -ές, ὁ πληρῶν τὸν κόσμον, κατακλυσμὸς Δ΄ Μακκ. ιε΄, 31.