κοσμοπληθής

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοπληθής Medium diacritics: κοσμοπληθής Low diacritics: κοσμοπληθής Capitals: ΚΟΣΜΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: kosmoplēthḗs Transliteration B: kosmoplēthēs Transliteration C: kosmoplithis Beta Code: kosmoplhqh/s

English (LSJ)

κοσμοπληθές, filling the world, κατακλυσμός LXX 4 Ma.15.31.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοπληθής: -ές, ὁ πληρῶν τὸν κόσμον, κατακλυσμὸς Δ΄ Μακκ. ιε΄, 31.

Greek Monolingual

κοσμοπληθής, -ές (Α)
αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῖ κατακλυσμῷ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμοπληθής, οινοπληθής].

German (Pape)

ές, die Welt erfüllend, Sp.